- εξύφανση
- ηη κρυφή, δόλια προετοιμασία κάποιου κακού («εξύφανση συνωμοσίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξύφανσις μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Πανταζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξύφανση — η το να εξυφαίνει (βλ. λ.) κάποιος κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δολοπλοκία — η (AM δολοπλοκία) [δολοπλόκος] εξύφανση δόλων, μηχανορραφία … Dictionary of Greek
πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… … Dictionary of Greek